- ἐμπαιστική
- ἐμ-παιστική, ἡ, sc. τέχνη, die Kunst, das Metall zierlich zu treiben, od. durch Schlagen Figuren hineinzuarbeiten
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εμπαιστική — Η τέχνη της προσαρμογής μεταλλικών ελασμάτων που φέρουν διάφορες παραστάσεις (προσώπων, ζώων κλπ.) στην επιφάνεια μεταλλικού ή ξύλινου αντικειμένου, με τη χρησιμοποίηση πολύ λεπτών καρφιών. Στην Ελλάδα, η τέχνη αυτή ήταν γνωστή από τους αρχαίους… … Dictionary of Greek